λάκωσι

λάκωσι
λάσκω
ring
aor subj act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λάκωσι — Λάκων a Laconian masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ASTRABACUS — δαίμων ἐπιχώριος παρὰ Λάκωσι. Clem. Alexandr …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THORATES — Apollo sic dictus. Hesych. Θοράτης, Α᾿πόλλων παρὰ Λάκωσι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οίδαξ — οἴδαξ, ακος, ὁ (ΑΜ) άγριο σύκο («τὰ δὲ οὔπω πέπειρα τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ Ἀθηναίοις», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος, φουσκωμένος» + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. πήδ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • χηλός — ὁ, Α 1. μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, σεντούκι για φύλαξη ενδυμάτων και σκευών, συνήθως διακοσμημένο (α. «χηλοῡ δ ἄπο πῶμ ἀνέῳγεν καλῆς, δαιδαλέης», Ομ. Ιλ. β. «χηλοῡ... καλεῑται δὲ παρὰ μὲν Λάκωσι κιβωτός, παρὰ δὲ Ἀττικοῑς λάρναξ», Σχόλ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”